- τερατόμορφος
- τερατόμορφοςof monstrous shapemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τερατόμορφος — η, ο / τερατόμορφος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει μορφή τέρατος, τερατώδης (α. «τερατόμορφο πλάσμα» β. «εἰς σωματοειδῆ και τερατόμορφον θεόν», Τζέτζ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει διάπλαση τέρατος («τερατόμορφο κύημα») 2. μτφ. υπερβολικά άσχημος. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
τερατόμορφος — η, ο 1. αυτός που έχει μορφή τέρατος. 2. τρομερά άσχημος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τερατόμορφον — τερατόμορφος of monstrous shape masc/fem acc sg τερατόμορφος of monstrous shape neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατομόρφοις — τερατόμορφος of monstrous shape masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατομόρφους — τερατόμορφος of monstrous shape masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατομόρφων — τερατόμορφος of monstrous shape masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατόμορφα — τερατόμορφος of monstrous shape neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατόμορφοι — τερατόμορφος of monstrous shape masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σάτυρος — I Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι άγνωστος ο τόπος της καταγωγής του καθώς και ο χρόνος που μαρτύρησε. Αποκεφαλίστηκε στην Καμπανία της Ιταλίας, μαζί με πολλούς άλλους των περισσότερων από τους οποίους τα ονόματα είναι άγνωστα. Η μνήμη… … Dictionary of Greek
αλλόμορφος — ἀλλόμορφος, ον (Α) αυτός που έχει άλλη παράδοξη μορφή, αλλόκοτος, τερατόμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + μορφος < μορφή. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλομορφῶ] … Dictionary of Greek